ακτιτος

ακτιτος
    ἄκτιτος
    ἄ-κτιτος
    2
    необработанный
    

(γῆ HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακτιτος" в других словарях:

  • άκτιτος — ἄκτιτος, ον (Α) (για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α ki ti to). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος τής λέξης ἄκτιστος*] …   Dictionary of Greek

  • ἄκτιτον — ἄκτιτος untilled masc/fem acc sg ἄκτιτος untilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτίτου — ἄκτιτος untilled masc/fem/neut gen sg ἀκτί̱του , ἀκτίτης dwelleroncoast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»